- σελίνινος
- σελῑν-ῐνος, ον,A of celery, τράπεζας σελινίνους Tz.ad Lyc.1232 (but σελιγνίας wheaten (acc. pl.) seems prob.: vv.ll. σελινίας, σελινίνας) ; σ. [ἔλαιον] cj. in Sor.2.24 (σελήνου cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.